μελισσουργός

μελισσουργός
ο
1. ο μελισσοκόμος, ο μελισσοτρόφος.
2. το πουλί μελισσοφάγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελισσουργός — Βλ. λ. μέροψ. * * * ο (Α μελισσουργός και αττ. τ. μελιττουργός) μελισσοκόμος («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ σμήνη οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», Αριστοτ.) νεοελλ. ζωολ. ο μελισσοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + ουργός] …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργώ — μελισσουργῶ και μελιττουργῶ, έω (Α) [μελισσουργός] ασκώ το επάγγελμα τού μελισσουργού, είμαι μελισσουργός …   Dictionary of Greek

  • αιγίθαλος — Ονομασία πολλών μικρών στρουθιομόρφων πουλιών του γένους πόρος ή α. Οι α. είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα: τρυποκάρυδα, παπαδίτσες, μελισσουργοί, καλόγεροι κ.ά. Ζουν πάνω στα δέντρα, όπου συνήθως χτίζουν τη φωλιά τους μέσα σε τρύπες των κορμών ή …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • μελισσεύς — μελισσεύς, έως, ὁ (Α) μελισσοκόμος, μελισσουργός («διόπερ καὶ τούτοις οἱ μελισσεῑς ἐκ τῶν τελμάτων, ἀφ ὧν ὑδρεύονται αἱ μέλιτται, θηρεύουσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργία — η (Α μελισσουργία, αττ. τ. μελιττουργία) [μελισσουργός] η ενασχόληση με τις μέλισσες, η τέχνη και το έργο τού μελισσουργού, μελισσοκομία («καὶ μελιττουργίας καὶ τῶν ἄλλων ζῷων τῶν πλωτῶν ἢ πτηνῶν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργείο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 111 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται σε απόσταση 23 χλμ. ΒΑ του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορυσσών. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 68 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου… …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργικός — ή, ό (Α μελισσουργικός, ή, όν) [μελισσουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία …   Dictionary of Greek

  • μελιττουργός — μελιττουργός, ὁ (Α) (αττ.τ.) βλ. μελισσουργός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”